μαιτρ

μαιτρ
ο
1. αυτός που κατευθύνει μια πνευματική ή καλλιτεχνική κίνηση
2. δεξιοτέχνης σε κάτι
3. φρ. «μαιτρ ντ' οτέλ» — ο επικεφαλής τού υπαλληλικού προσωπικού μεγάλου εστιατορίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maitre «κύριος, ιδιοκτήτης, δεξιοτέχνης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συναγωνίζομαι — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωνίζομαι Α 1. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον ως σύμμαχος ή βοηθός («τοῑς θεοῑς συνηγωνίσατο τὸν τοὺς γίγαντας πόλεμον», Διόδ.) 2. αμιλλώμαι με κάποιον για την επιδίωξη κοινού ή παρεμφερούς σκοπού (α. «οι αθλητές θα συναγωνιστούν …   Dictionary of Greek

  • Μπουλγκάκοφ, Μιχαήλ Αφανάσεβιτς — (Κίεβο 1891 – Μόσχα 1940). Ρώσος συγγραφέας. Πρωτοεμφανίστηκε το 1919 με διάφορα διηγήματα και το 1924 έγραψε το μυθιστόρημα Λευκή Φρουρά, από το οποίο προήρθε δύο χρόνια αργότερα το δράμα Μέρες του Τουρμπίν, που τον έκανε διάσημο (παιζόταν επί… …   Dictionary of Greek

  • Πετράρχης, Φραντσέσκο — (Petrarca, Αρέτσο, Τοσκάνη 1304 – Αρκουά, Πάντοβα 1374). Ιταλός ποιητής. Γιος ενός Φλωρεντινού εξόριστου, ο Π. έζησε στην αρχή στην Πίζα και μετά πήγε στην Αβινιόν, έδρα τότε του παπισμού, σημαντικό πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο. Μετά τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”