- μαιτρ
- ο1. αυτός που κατευθύνει μια πνευματική ή καλλιτεχνική κίνηση2. δεξιοτέχνης σε κάτι3. φρ. «μαιτρ ντ' οτέλ» — ο επικεφαλής τού υπαλληλικού προσωπικού μεγάλου εστιατορίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maitre «κύριος, ιδιοκτήτης, δεξιοτέχνης»].
Dictionary of Greek. 2013.